- πιτσαρία
- η, Νκατάστημα στο οποίο παρασκευάζονται και σερβίρονται πίτσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pizzeria].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιτσαρία — η κατάστημα στο οποίο σερβίρονται κυρίως πίτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)